- κηρύκειος
- κηρύκ-ειος, ον,A of a herald,
γράμμα S.Fr. 784
;γραφή Anon.
ap. Suid.II [full] Κᾱρυκήϝιος, ὁ, [dialect] Boeot. title of Apollo, Schwyzer 440.10, 11 (Tanagra, Thebes, vi B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γράμμα S.Fr. 784
;γραφή Anon.
ap. Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κηρύκειος — of a herald masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρύκειος — ο(ν) (ΑΜ κηρύκειος, ον) [κήρυξ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κήρυκα («κηρύκειον γράμμα», Σοφ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το κηρύκειο(ν) το ραβδί τού κήρυκα 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) (νομ.) τα κηρύκεια η αμοιβή τού κήρυκα κατά την παλαιά… … Dictionary of Greek
κηρύκειον — κηρύ̱κειον , κηρύκειον herald s wand neut nom/voc/acc sg κηρύκειος of a herald masc/fem acc sg κηρύκειος of a herald neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήρυκας — ο (ΑΜ κήρυξ και κήρυξ, υκος, Α αιολ. τ. κᾱρυξ, ὁ και σπαν. ἡ) 1. αυτός που κηρύσσει κάτι μεγαλοφώνως στο πλήθος, διαλαλητής, ντελάλης («κήρυκες, Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που διδάσκει ή μεταδίδει με προφορικό ή γραπτό λόγο… … Dictionary of Greek
κηρύκειο(ν) — το (ΑΜ κηρύκειον, Α ιων. τ. κηρυκήϊον, δωρ. τ. καρύκειον) βλ. κηρυκειος … Dictionary of Greek
κηρυκείοις — κηρῡκείοις , κηρύκειον herald s wand neut dat pl κηρύκειος of a herald masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρυκείου — κηρῡκείου , κηρύκειον herald s wand neut gen sg κηρύκειος of a herald masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρυκείων — κηρῡκείων , κηρύκειον herald s wand neut gen pl κηρύκειος of a herald masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρυκείῳ — κηρῡκείῳ , κηρύκειον herald s wand neut dat sg κηρύκειος of a herald masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρύκεια — κηρύ̱κεια , κηρύκειον herald s wand neut nom/voc/acc pl κηρύκειος of a herald neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)